- σταβλίζω
- και σταυλίζω Ν [στάβλος]εγκαθιστώ ζώο σε στάβλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σταβλίζω — σταβλίζω, στάβλισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κατασταθμεύω — (Α κατασταθμεύω) νεοελλ. (για πρόσ. ή στρατό) σταματώ κάπου για προσωρινή διαμονή, διακόπτω την πορεία, σταθμεύω αρχ. 1. βάζω σε σταθμό, σε κατάλυμα 2. (για ζώα) σταβλίζω 3. παθ. κατασταθμεύομαι παρέχω κατάλυμα σε στρατιώτες … Dictionary of Greek
στάβλισμα — και σταύλισμα, το, Ν [σταβλίζω] εγκατάσταση ζώων σε στάβλο … Dictionary of Greek
σταβλισμός — και σταυλισμός, ο, Ν [σταβλίζω] το στάβλισμα … Dictionary of Greek
σταυλίζω — Ν βλ. σταβλίζω … Dictionary of Greek